Tenerife

       Η Τενερίφη είναι ένα νησί που ανήκει στην επαρχία της Σάντα Κρουθ της Τενερίφης (Santa Cruz de Tenerife), στις Κανάριους Νήσους (Ισπανίας), με έκταση 2.034,21 χλ., τα οποία την καθιστούν το μεγαλύτερο νησί ανάμεσα στα Κανάρια και το δεύτερο από άποψη πληθυσμού (665.611 κατοίκους σύμφωνα με την απογραφή του 1996) μετά τα Μεγάλα Κανάρια (Gran Canaria). Είναι ηφαιστειακής προέλευσης και τα αρχαιότερα τμήματα του νησιού, δηλ. η Anaga και το Teno, άρχισαν να σχηματίζονται πριν 7 εκατομμύρια έτη. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο σχηματισμούς, συνεχείς εκρήξεις έδωσαν σχήμα στο υπόλοιπο νησιωτικό οικοδόμημα, ακολουθώντας τρεις δομικούς άξονες, με κέντρο το μεγάλο ηφαίστειο του Τέιδε (Teide, 3.718 μέτρα), με το μεγαλύτερο υψόμετρο στο σύνολο του ισπανικού εδάφους.  

    Η Τενερίφη, όπως σχεδόν όλα τα εφτά Κανάρια Νησιά, αποτελείται από όρη με τραχείς γραμμές. Η κλιματoλογική ποκιλία, το βιογεωγραφικό περιβάλλον και η ιστορική ανθρωπομορφία εξαρτήθηκαν επίσης από αυτόν το σημαντικό παράγοντα. Οι δύο μεγάλες περιοχές που συναπαρτίζουν το ιδαίτερο περιβάλλον των νησιών είναι: ο Βορράς, προσήνεμο των αλησιών ανέμων, γνωρίζει το υγροποιητικό ευεργετικό αποτέλεσμα αυτών των ανέμων, οι οποίοι μετριάζουν την ηλιοφάνεια και αποζημιώνουν με την καθίζηση της ομίχλης, την έλλειψη της βροχής, ο Νότος εμφανίζει συνθήκες μεγαλύτερης ξηρότητας, οι οποίες αγγίζουν σε ορισμένες περιπτώσεις τα χαρακτηριστικά της ερήμου. Σε κάθε ένα από αυτά τα δύο μισά, το υψόμετρο, επιτρέπει να ξεχωρίζουν, grosso modo, τρία επίπεδα. Η Κορυφή των δύο ραχοκοκαλιών είναι από την άποψη της φυσιολογίας πολύ κοντά στο αρχικό φυσικό τοπίο, αν και η ανθρώπινη επέμβαση, τόσο μέσω της παραδοσιακών βοσκότοπων όσο και με τις μαζικές αναδασώσεις των μέσων του ΧΧ αιώνα, αλλοίωσαν το τοπίο. Σήμερα θεωρούνται στο σύνολό τους, Εθνικός Δρυμός, αν και με διαφορετικούς διοικητικούς χαρακτηρισμούς, και με πιο σημαντικό από όλους τον Εθνικό Δρυμό του Τέιδε.

        Το Ενδιάμεσο επίπεδο αποτέλεσε το κατ’ εξοχήν περιβάλλον της αγροτικής κουλτούρας: εδάφη διαμορφωμένα και τα ευεργετικά αποτελέσματα της υγρασίας, κληροδάτησαν στην περιοχή παλαιότατους σχηματισμούς πράσινου-βουνούv (monteverde), και δημιούργησαν εκ των υστέρων αγροτικές οικονομίες προσανατολισμένες στην παραγωγή για προσωπική κατανάλωση ή για την ικανοποίσηση της εσωτερικής αγοράς. Ωστόσο, το οικονομικό σύστημα της Τενερίφης, αναδιοργανώθηκε στη δεκαετία του εξήντα με άξονα τον τριτογενή παράγοντα, μεταθέτοντας σε αυτόν ακριβώς τον τομέα όλο και μεγαλύτερη βαρύτητα, δίνοντας έμφαση στην τουριστική υποδομή και εξυπηρέτηση.  

    ΄Ηταν λοιπόν αναμενόμενη η ματακίνηση στις περισσότερο δυναμικές τουριστικές περιοχές του νησιού, οι οποίες βρίσκονται στα νότια, σε απόσταση 300 περίπου μέτρων από τη θάλασσα. Οι κλιματολογικές συνθήκες του Νότου από εμπόδιο μετατράπηκαν σε μέσα ευημερίας: o ήλιος και η θάλασσα κατέστησαν την Τενερίφη, αλλά και το μεγαλύτερο μέρος των Νήσων, σε παγκόσμια τουριστική δύναμη (και μόνο η Τενερίφη συγκεντρώνει ετήσια ποσά που ξεπερνούν τα 4 εκατομμύρια επισκέπτες). Aυτό ακριβώς ζημίωσε και την παράλια αγροτική, υπό μορφή ταράτσας, καλλιέργεια σε πλαγιά, η οποία ποτίζεται μέσω γαλεριών, που σκάφτηκαν οριζόντια στο υψηλότερο μέρος, και των οποίων τα νερά φτάνουν στις φυτείες ντομάτας και κυρίως της μπανάνας, προιόντα τα οποία προορίζονται για εξαγωγή.

        Δύο είναι οι αυτοκινητόδρομοι οι οποίοι ξεκινούν από την πρωτεύουσα, τη Σάντα Κρουθ, η οποία βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νησιού.  Ο πιο παλιός από τους δύο, συνδέει το αεροδρόμιο των Los Rodeos  και φτάνει μέχρι το Puerto de la Cruz, το βασικότερο  τουριστικό κέντρο του βορρά. Ο αυτοκινητόδρομος του Νότου, o οποί κατασκευάστηκε προκειμένου να συνδέσει το σύγχρονο αεροδρόμιο της Reina Sofia, συνήργησε στην επέκταση της μεγάλης νότιας τουριστικής περιοχής, η οποία περιλαμβάνει τους Los Cristianos, τις Las Américas, το Adeje αλλά και πολλούς άλλους νέους οικισμούς. Η συμβολή των δύο οδικών αξόνων επεκτείνεται μέχρι την ευρύτερη ζώνη της πρωτεύουσας, η οποία το τελευταίο τρίτο του ΧΧ αι. ξεπέρασε κατά πολύ το αρχικό της μέγεθος.

Κείμενο: Fernando Sabaté Bel και Vicente Manuel Zapata Hernández, καθηγητές του Τμήματος Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου της  La Laguna.