Το φυσικό περιβάλλον.

         Τα Κανάρια αποτελούν μέρος της μεγάλης αφρικανικής λιθοσφαιρικής πλάκας, τμήμα της οποίας ανήλθε στην επιφάνεια της θάλασσας, εξαιτίας της περιθωριακής ηφαιστειακής δραστηριότητας της μεγάλης νoτιαίας  αφρικανικής οροσειράς. Η ανάδυση αυτών των μεγάλων τμημάτων πρέπει να έλαβε χώρα πριν από είκοσι εκατομμύρια χρόνια, κατά τη διάρκεια των τελευταίων φάσεων της εξάπλωσης αυτής της τεράστιας υπόγειας αφρικανικής οροσειράς. Εκτοτε στον αρχικό όγκο προστέθηκαν και άλλα ηφαιστειακά υλικά. Στην τελευταία φάση σχηματίστηκαν τα νεότερα νησιά (όπως το Hierro, με 750.000 χρόνια),  και οι εκπομπές έφτασαν μέχρι τους ιστορικούς χρόνους. Η τελευταία αντιστοιχεί στο ηφαίστειο Teneguía, στα Ν της La Palma  το 1971.

        Η διαμόρφωση των βουνών στα νησιά είναι ένα άλλο από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία, γιατί παρουσιάζουν ένα ανάγλυφο απότομο και με μέγιστο υψόμετρο τα 1450 μέτρα, με μόνη εξαίρεση τα δύο πιο ανατολικά νησιά, τα οποία  βρίσκονται σε μικρότερο υψόμετρο παρόλο που εμφανίζουν  στο εσωτερικό τους περιοχές εξίσου τραχείς. Το νησί της Τενερίφης, του οποίου η κορυφή Τέιδε(Teide), φτάνει τα 3.718 μέτρα, καθορίζει τα ψηλότερο σημείο, όχι μόνο για το  Αρχιπέλαγος αλλά και για ολόκληρη την Ισπανία. Τα υπόλοιπα νησιά επίσης, μοιάζουν με  μεγάλα κτίρια με  κωνικό σχήμα, σαν   αναδυμένα από τη θάλασσα.
       Οι απότομες πλαγιές, με μεσαίο μέγεθος, ως απότέλεσμα της ύπαρξης των ψηλών κορυφών  σε σχέση με τις ελαφρά κεκλιμένες  επιφάνειες, δεν είναι το μόνο εμπόδιο στην ανάπτυξη των ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Η πληθώρα των κώνων, οι περιοχές με σκουριά και ηφαιστειακή στάχτη, τα πολλά φαράγγια,  η τραχιά γη και η αφθονία περιοχών ελάχιστα εξελιγμένων, περιόρισαν στο ελάχιστο τις εύφορες περιοχές, τις κατάλληλες για αγροτική χρήση.
       Δεν υπάρχουν αληθινά ποτάμια, μόνο κάποιοι χείμαρροι-την εποχή των βροχών- οι οποίοι  με ιλιγγιώδη ταχύτητα αναζητούν έξοδο στον ωκεανό, ο οποίος βρίσκεται κοντά. Και σα να μην ήταν αυτό αρκετό, ούτε καν το κλίμα ήταν το κατάλληλο για τις αγροτικές ανάγκες, που μέχρι τα πρόσφατα χρόνια ήταν η πρώτη δραστηριότητα. Μόνο οι βόρειες πλαγιές των πιο ψηλών νησιών -τα πέντε πιο δυτικά- δέχονται αρκετό νερό την εποχή των υψηλών και μέτριων βροχοπτώσεων. Η ζωντάνια του φυσικού ανάγλυφου, και οι παράλληλοι κλιματικοί παράγοντες του κεντροανατολικού Ατλαντικού, καθορίζουν μια χώρα ιδιαίτερα ποικίλη κλιματολογικά, που όπως είναι φυσικό δημιουργούν καταστάσεις με χαρακτηριστικά  ή της ερήμου ή της υποερήμου, σε μεγάλο μέρος του τοπίου των νησιών. Οι θερμακρασίες είναι ήπιες, με ελάχιστες διακυμάνσεις κατά τη διάρκεια της ημέρας ή των εποχών. Οι βροχοπτώσεις, μειωμένες, συμβαίνουν κυρίως μεταξύ Οκτωβρίου και Φεβρουαρίου, αν και η έλλειψη κανονικότητας κατά τη διάρκεια του έτους (έτη ξηρά, έτη βροχερά κλπ.), είναι παροιμιώδης. Η σχετική υγρασία ωστόσο του αέρα, είναι πάντα υψηλή, χαρακτηριστικό αυτό ιδιαίτερο  του νησιωτικού περιβάλλοντος.
         Η κατανομή της φυσικής και της δευτερεύουσας βλάστησης, ιδιαίτερα ποικίλη, αντιστοιχεί στην κλιματική ποικιλία και στην ποικιλία του εδάφους των νησιών. Κυμαίνεται από την παραθαλάσσια ξηρόφιλη λόχμη, φυτό που χαρακτηρίζει τα ερημικά τοπία, μέχρι φυτικούς σχηματισμούς  που βρίσκονται στις κορυφές των βουνών, με υψόμετρο τουλάχιστον τα 2000 μ., και αντέχουν στις παγωνιές του χειμώνα, ενώ περνά και από κωνοφόρα δάση και υγρούς φυτικούς σχηματισμούς (laurisilva), τα οποία και αποτελούν λείψανο των δασωδών όγκων που υπήρχαν στα νησιά πριν την ευρωπαïκή αποίκιση.
         Το παράκτιο τοπίο είναι τραχύ και απόκρημνο, γεμάτο κολπίσκους και φτωχό σε  παραλίες με κάποια έκταση. Το Lanzarote και η Fuerteventura είναι από αυτή την άποψη μοναδικές, μια που η διαμόρφωση του τοπίου τους, επιτρέπει τις πιο εκτεταμένες παραλίες στο σύνολο των νησιών· ξεχωρίζει η προεξοχή της χερσονήσου της Jandía, στο νοτιοδυτικό άκρο της Fuerteventura, με τις έξοχες παραλίες του Bαrlovento και του Sotavento.